μπικεριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπικεριά | οι | μπικεριές |
γενική | της | μπικεριάς | των | μπικεριών |
αιτιατική | την | μπικεριά | τις | μπικεριές |
κλητική | μπικεριά | μπικεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπικεριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπικεριά θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) η διαδοκίδα, η μεσόδμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπικεριά
|