ενεστώτας ring up
γ΄ ενικό ενεστώτα rings up
αόριστος rang up
παθητική μετοχή rung up
ενεργητική μετοχή ringing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ring up < → δείτε τις λέξεις ring και up

ring up (en)

  • (μεταβατικό) χτυπάω, προσθέτω το κόστος των αγαθών που αγοράζονται σε ένα μαγαζί σε μια ταμειακή μηχανή χτυπώντας τα κουμπιά
    ⮡  She rang up all the items on the cash register.
    Χτύπησε όλα τα είδη στην ταμειακή μηχανή.