Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρινγκ < αγγλική ring

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  1. η παλαίστρα
    αυτή τη στιγμή οι δύο παλαιστές μπαίνουν στο ρινγκ

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία