κωλοτούμπα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωλοτούμπα | οι | κωλοτούμπες |
γενική | της | κωλοτούμπας | — | |
αιτιατική | την | κωλοτούμπα | τις | κωλοτούμπες |
κλητική | κωλοτούμπα | κωλοτούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.loˈtum.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λο‐τού‐μπα
Ουσιαστικό
κωλοτούμπα θηλυκό
- τούμπα η οποία πραγματοποιείται με το κεφάλι προς τα κάτω και τα πόδια προς τα πάνω
- (μεταφορικά) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
- (ειδικότερα, πολιτική) για τη σημασία όπως το 2015 στην ελληνική πολιτική
- → δείτε αγγλικά kolotoumba, γερμανικά Kolotoumba
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κωλοτούμπα
μεταφορικά:
→ δείτε τη λέξη υπαναχώρηση |
στη σύγχρονη ελληνική πολιτική
Πηγές
- κωλοτούμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κωλοτούμπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)