κωλοτούμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωλοτούμπα | οι | κωλοτούμπες |
γενική | της | κωλοτούμπας | — | |
αιτιατική | την | κωλοτούμπα | τις | κωλοτούμπες |
κλητική | κωλοτούμπα | κωλοτούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.loˈtum.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λο‐τού‐μπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωλοτούμπα θηλυκό
- τούμπα η οποία πραγματοποιείται με το κεφάλι προς τα κάτω και τα πόδια προς τα πάνω
- ※ Αν κουράστηκες να ακούς τις φωνές της μάνας σου, επειδή αποχαυνώνεσαι παρακολουθώντας ανθρώπινα θηρία να παλεύουν μέσα σε ρινγκ... Αν θέλεις να καθησυχάσεις τον πατέρα σου, που ανησυχεί επειδή γουστάρεις να βλέπεις ιδρωμένους, βασταγερούς και σφίχτερ τύπους να κάνουν κωλοτούμπες... Αν θέλεις να βρεις τρόπο να απαντήσεις στον φίλο σου που σε απαξιώνει επειδή παρακολουθείς αυτό το ΨΕΜΑ… Τότε συνέχισε να διαβάζεις (Που είναι ο Σουγκλάκος οεο;, contra.gr, 7/4/2006 [1])
- ≈ συνώνυμα: κυβίστηση, τούμπα
- (μεταφορικά) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
- (ειδικότερα, πολιτική) για τη σημασία όπως το 2015 στην ελληνική πολιτική
- → δείτε αγγλικά kolotoumba, γερμανικά Kolotoumba
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κωλοτούμπα
μεταφορικά:
→ δείτε τη λέξη υπαναχώρηση |
στη σύγχρονη ελληνική πολιτική
Πηγές
επεξεργασία- κωλοτούμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κωλοτούμπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)