Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωλοτούμπα οι κωλοτούμπες
      γενική της κωλοτούμπας
    αιτιατική την κωλοτούμπα τις κωλοτούμπες
     κλητική κωλοτούμπα κωλοτούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

κωλοτούμπα < κωλο- + τούμπα

  Προφορά

ΔΦΑ : /ko.loˈtum.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐λο‐τού‐μπα

  Ουσιαστικό

κωλοτούμπα θηλυκό

  1. τούμπα η οποία πραγματοποιείται με το κεφάλι προς τα κάτω και τα πόδια προς τα πάνω
     συνώνυμα: κυβίστηση, τούμπα
  2. (μεταφορικά) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
  3. (ειδικότερα, πολιτική) για τη σημασία όπως το 2015 στην ελληνική πολιτική
    → δείτε  αγγλικά kolotoumba, γερμανικά Kolotoumba

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  Πηγές