σφίχτερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφίχτερ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφίχτερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που έχει πολλούς μύωνες / που επιδεικνύει τους μύωνές του/της σφίγγοντάς τους
- ※ Βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από glamorous lifestyle εικόνες σφίχτερ – man και σφίχτερ – woman που παίρνουν ακραίες πόζες με μπλεγμένα πόδια, χέρια, να στέκονται ανάποδα με το κεφάλι, θεάμορφοι σαν να έχουν βγει από ταινία του Hollywood, να σιγοψήνονται με λαδωμένους μυς στο δείλι (ανακτήθηκε 4/4/2022, [1])
- ※ Αν κουράστηκες να ακούς τις φωνές της μάνας σου, επειδή αποχαυνώνεσαι παρακολουθώντας ανθρώπινα θηρία να παλεύουν μέσα σε ρινγκ... Αν θέλεις να καθησυχάσεις τον πατέρα σου, που ανησυχεί επειδή γουστάρεις να βλέπεις ιδρωμένους, βασταγερούς και σφίχτερ τύπους να κάνουν κωλοτούμπες... Αν θέλεις να βρεις τρόπο να απαντήσεις στον φίλο σου που σε απαξιώνει επειδή παρακολουθείς αυτό το ΨΕΜΑ… Τότε συνέχισε να διαβάζεις (Που είναι ο Σουγκλάκος οεο;, contra.gr, 7/4/2006 [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφίχτερ
|