βασταγερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
βασταγερός
- στερεός, γερός
- που αντέχει
- υπομονετικός, καρτερικός
- (αφορά ποτά ή τρόφιμα) που βαστά για πολύ καιρό, που διατηρείται
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βασταγερός
|