Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασταγερός η βασταγερή το βασταγερό
      γενική του βασταγερού της βασταγερής του βασταγερού
    αιτιατική τον βασταγερό τη βασταγερή το βασταγερό
     κλητική βασταγερέ βασταγερή βασταγερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασταγεροί οι βασταγερές τα βασταγερά
      γενική των βασταγερών των βασταγερών των βασταγερών
    αιτιατική τους βασταγερούς τις βασταγερές τα βασταγερά
     κλητική βασταγεροί βασταγερές βασταγερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασταγερός < βασταγή + -ερός

  Επίθετο επεξεργασία

βασταγερός

  1. στερεός, γερός
  2. που αντέχει
  3. υπομονετικός, καρτερικός
  4. (αφορά ποτά ή τρόφιμα) που βαστά για πολύ καιρό, που διατηρείται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία