κωλοτούμπας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωλοτούμπας < κωλοτούμπα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωλοτούμπας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) που αναιρεί τελείως τα λόγια του
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωλοτούμπας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κωλοτούμπας
- γενική ενικού του κωλοτούμπα