Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλοτούμπας < κωλοτούμπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλοτούμπας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κωλοτούμπας

  1. γενική ενικού του κωλοτούμπα