kolotoumba
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- kolotoumba < (μεταγραφή) νέα ελληνική κωλοτούμπα / κολοτούμπα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
kolotoumba
- (πολιτική) κωλοτούμπα (σε χρήση αρχικά για την πρακτική υπαναχώρησης της ελληνικής κυβέρνησης από πολιτικές θέσεις, ιδιαίτερα αναφερόμενη στην εποχή του 2015 και το δημοψήφισμα για την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ)
- ※ Or he could do a kolotoumba (somersault), conceding creditors' demands for the sake of Greece's euro membership
- ※ If a kolotoumba were to occur, then British public opinion would need to swing strongly against Brexit over the next 12 months, they said.