ενικός         πληθυντικός  
U-turn U-turns

  Ετυμολογία

επεξεργασία
U-turn < U + turn

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

U-turn (en)

  1. (κυριολεκτικά) κάνω επιτόπου στροφή, στροφή 180 μοιρών
     συνώνυμα: 180
  2. (μεταφορικά) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
    ⮡  The politician made a U-turn on his economic policy.
    Ο πολιτικός έκανε στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική του.
     συνώνυμα: about-face, 180
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 827. ISBN 9780194325684. , λήμμα: στροφή