ενικός         πληθυντικός  
about-face about-faces

  Ετυμολογία

επεξεργασία
about-face < about + face

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

about-face (en)

  1. (μεταφορικά) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
    ⮡  The politician did an about-face on his economic policy.
    Ο πολιτικός έκανε στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη U-turn