κωλοτούμπες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κωλοτούμπες αρσενικό, θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κωλοτούμπας
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κωλοτούμπα
κωλοτούμπες αρσενικό, θηλυκό