Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
burner
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
burner
burners
Ετυμολογία
επεξεργασία
burner
<
burn
+
-er
Ουσιαστικό
επεξεργασία
burner
(en)
κάποιος ή κάτι που
καίει
συσκευή
εγγραφής
σε CD / DVD
το
μάτι
εστίας
, το μάτι
κουζίνας
⮡
Put the pot on the large
burner
.
Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο
μάτι
.
≈
συνώνυμα
:
ring
(
ΗΒ
)
,
hot plate
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
PROM burner