Ετυμολογία

επεξεργασία
περιζώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιζώννυμι[1] [2] < περί + ζώννυμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.riˈzo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ζώ‐νω

περιζώνω (παθητική φωνή: περιζώνομαι)

  1. περιβάλλω ολόγυρα
  2. περικυκλώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. περιζώννυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. Με μετάπλαση της κατάληξης σε -ώνω κατά το ζώννυμι σε ζώνω. περιζώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας