ringing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαringing (en)
- καμπανιστός, κουδουνιστός
- ⮡ his voice, ringing with emotion… - η φωνή του, καμπανιστή από την συγκίνηση
- ⮡ with a ringing voice - με κουδουνιστή φωνή
Ουσιαστικό
επεξεργασία- το κουδούνισμα
- ⮡ ringing in my ears/in my head - κουδούνισμα στ' αυτιά/στο κεφάλι μου
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαringing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του ring
Πηγές
επεξεργασία- ringing (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- ringing (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 471. ISBN 9780194325684., λήμμα: κουδουνιστός