Επίθετο

επεξεργασία

ringing (en)

  • καμπανιστός, κουδουνιστός
    ⮡  his voice, ringing with emotion… - η φωνή του, καμπανιστή από την συγκίνηση
    ⮡  with a ringing voice - με κουδουνιστή φωνή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ringing (en) (μη μετρήσιμο)

  • το κουδούνισμα
    ⮡  ringing in my ears/in my head - κουδούνισμα στ' αυτιά/στο κεφάλι μου

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ringing (en)