Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀμύνω   ἀμύνομαι (ῡ) 
Παρατατικός  ἄμυνον-ἤμυνον (ῡ)   ἠμυνόμην (ῡ)-ἀμυνόμην (ποιητικός) 
Μέλλοντας  ἀμυνῶ (ῠ)-ἀμυνέω   ἀμυνοῦμαι (ῠ) 
Αόριστος  ἤμυνα (ῡ)-ἠμύναθον (ᾰ)-ἄμυνα (ποιητικός)   ἠμυνάμην (ῡ)-ἠμυναθόμην 
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμύνω < *ἀμύ-νjω < θέμα ἀμυ- όπως και στο ἀμεύεσθαι (ξεπερνάω, υπερβαίνω) με ἀ- προθεματικό. Πιθανόν συνδέεται με το μύνη (πρόσχημα) [1]

ἀμύνω

  1. αποκρούω, κρατώ κάποιον έξω
    ⮡  παρακαλουμένη ἀμύνειν τὸν βάρβαρον (Πλάτων, Νόμοι, 692ε)
    Τρῶας ἄμυνε νεῶν
  2. υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, αγωνίζομαι αμυνόμενος
    ⮡  γενναίως ἀμύνειν τῇ πόλει καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις/τῷ νόμῳ / τῷ δήμῳ (Χρειάζεται στοιχεία)
    ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι
  3. βοηθώ
  4. (μέση φωνή) → δείτε ἀμύνομαι
    → δείτε παράθεμα στο απαρέμφατο ἀμύνεσθαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «άμυνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.