↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θωρακικός η θωρακική το θωρακικό
      γενική του θωρακικού της θωρακικής του θωρακικού
    αιτιατική τον θωρακικό τη θωρακική το θωρακικό
     κλητική θωρακικέ θωρακική θωρακικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θωρακικοί οι θωρακικές τα θωρακικά
      γενική των θωρακικών των θωρακικών των θωρακικών
    αιτιατική τους θωρακικούς τις θωρακικές τα θωρακικά
     κλητική θωρακικοί θωρακικές θωρακικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θωρακικός < θώρακ(ας) + -ικός. Διαφορετική η ελληνιστική λέξη θωρακικός (που πάσχει στο θώρακα)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θo.ɾa.ciˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θω‐ρα‐κι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

θωρακικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
θωρᾱκικο-
ονομαστική θωρακικός θωρακική τὸ θωρακικόν
      γενική τοῦ θωρακικοῦ τῆς θωρακικῆς τοῦ θωρακικοῦ
      δοτική τῷ θωρακικ τῇ θωρακικ τῷ θωρακικ
    αιτιατική τὸν θωρακικόν τὴν θωρακικήν τὸ θωρακικόν
     κλητική ! θωρακικέ θωρακική θωρακικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θωρακικοί αἱ θωρακικαί τὰ θωρακικᾰ́
      γενική τῶν θωρακικῶν τῶν θωρακικῶν τῶν θωρακικῶν
      δοτική τοῖς θωρακικοῖς ταῖς θωρακικαῖς τοῖς θωρακικοῖς
    αιτιατική τοὺς θωρακικούς τὰς θωρακικᾱ́ς τὰ θωρακικᾰ́
     κλητική ! θωρακικοί θωρακικαί θωρακικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θωρακικώ τὼ θωρακικᾱ́ τὼ θωρακικώ
      γεν-δοτ τοῖν θωρακικοῖν τοῖν θωρακικαῖν τοῖν θωρακικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θωρακικός < (θώραξ) θωρακ- + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

θωρακικός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία