pectoral
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpectoral < λατινική pectoralis
Επίθετο
επεξεργασίαpectoral (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpectoral < λατινική pectoralis
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pectoral | pectoraux |
θηλυκό | pectorale | pectorales |
pectoral (fr)