Δείτε επίσης: αμφίπλευρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀμφίπλευρος τὸ ἀμφίπλευρον οἱ, αἱ ἀμφίπλευροι τὰ ἀμφίπλευρα
Γενική τοῦ, τῆς ἀμφιπλεύρου τοῦ ἀμφιπλεύρου τῶν ἀμφιπλεύρων τῶν ἀμφιπλεύρων
Δοτική τῷ, τῇ ἀμφιπλεύρῳ τῷ ἀμφιπλεύρῳ τοῖς, ταῖς ἀμφιπλεύροις τοῖς ἀμφιπλεύροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀμφίπλευρον τὸ ἀμφίπλευρον τοὺς, τὰς ἀμφιπλεύρους τὰ ἀμφίπλευρα
Κλητική ἀμφίπλευρε ἀμφίπλευρον ἀμφίπλευροι ἀμφίπλευρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμφιπλεύρω
Γενική-Δοτική ἀμφιπλεύροιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμφίπλευρος < ἀμφί- + -πλευρος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀμφίπλευρος, -ος, -ον