ἐρίπλευρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐρίπλευρος, -ος, -ον
- (σπάνιο) που έχει δυνατές πλευρές, στιβαρός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 236 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.235-4.238)
- βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ | ἔντεσιν αὐχένας ἐμβάλλων τ᾽ ἐριπλεύρῳ φυᾷ | κέντρον αἰανὲς βιατὰς ἐξεπόνησ᾽ ἐπιτακτὸν ἀνήρ | μέτρον.
- έβαλε στους αυχένες τους βοδινούς | το σύνεργο να τους κρατάει γερά και τη βουκέντρα μπήγοντας αδιάκοπα στα στιβαρά πλευρά τους | ο άντρας ο χεροδύναμος ξετέλεψε το έργο που του είχε οριστεί.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ | ἔντεσιν αὐχένας ἐμβάλλων τ᾽ ἐριπλεύρῳ φυᾷ | κέντρον αἰανὲς βιατὰς ἐξεπόνησ᾽ ἐπιτακτὸν ἀνήρ | μέτρον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 236 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.235-4.238)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλευρά
Πηγές
επεξεργασία- ἐρίπλευρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.