παΐδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παΐδι | τα | παΐδια |
γενική | του | παϊδιού | των | παϊδιών |
αιτιατική | το | παΐδι | τα | παΐδια |
κλητική | παΐδι | παΐδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παΐδι < ελληνιστική κοινή παγίδιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
παΐδι ουδέτερο και παγίδι
- το καθένα από τα οστά των πλευρών του θώρακα ενός θηλαστικού
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παΐδι
|