Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλευρόν τὰ πλευρᾰ́
      γενική τοῦ πλευροῦ τῶν πλευρῶν
      δοτική τῷ πλευρ τοῖς πλευροῖς
    αιτιατική τὸ πλευρόν τὰ πλευρᾰ́
     κλητική ! πλευρόν πλευρᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλευρώ
γεν-δοτ τοῖν  πλευροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλευρόν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλευρόν, -οῦ ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία