Ετυμολογία

επεξεργασία
σελιδοποιώ < σελίδα + -ο- + ποιώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.li.ðo.piˈo/

σελιδοποιώ {παθητικό: σελιδοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία