σελιδοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σελιδοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σελιδοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
σελιδοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σελιδοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σελιδοποιημένος
|
σελιδοποιημένος, -η, -ο
|