σελιδοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σελιδοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος σελιδοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίασελιδοποιούμαι
- για έντυπα ή άλλα μέσα τα κείμενα των οποίων (η ύλη) αφού μορφοποιηθούν και στοιχειοθετηθούν, πρέπει να κατανεμηθούν σε σελίδες και αυτές να περάσουν από επεξεργασία για να εκτυπωθούν σε χαρτί ή άλλο μέσο
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σελιδοποιούμαι | σελιδοποιούμουν | θα σελιδοποιούμαι | να σελιδοποιούμαι | ||
β' ενικ. | σελιδοποιείσαι | σελιδοποιούσουν | θα σελιδοποιείσαι | να σελιδοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | σελιδοποιείται | σελιδοποιούνταν | θα σελιδοποιείται | να σελιδοποιείται | ||
α' πληθ. | σελιδοποιούμαστε | σελιδοποιούμασταν σελιδοποιούμαστε |
θα σελιδοποιούμαστε | να σελιδοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | σελιδοποιείστε | σελιδοποιούσασταν σελιδοποιούσαστε |
θα σελιδοποιείστε | να σελιδοποιείστε | σελιδοποιείστε | |
γ' πληθ. | σελιδοποιούνται | σελιδοποιούνταν | θα σελιδοποιούνται | να σελιδοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σελιδοποιήθηκα | θα σελιδοποιηθώ | να σελιδοποιηθώ | σελιδοποιηθεί | ||
β' ενικ. | σελιδοποιήθηκες | θα σελιδοποιηθείς | να σελιδοποιηθείς | σελιδοποιήσου | ||
γ' ενικ. | σελιδοποιήθηκε | θα σελιδοποιηθεί | να σελιδοποιηθεί | |||
α' πληθ. | σελιδοποιηθήκαμε | θα σελιδοποιηθούμε | να σελιδοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | σελιδοποιηθήκατε | θα σελιδοποιηθείτε | να σελιδοποιηθείτε | σελιδοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | σελιδοποιήθηκαν σελιδοποιηθήκαν(ε) |
θα σελιδοποιηθούν(ε) | να σελιδοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σελιδοποιηθεί | είχα σελιδοποιηθεί | θα έχω σελιδοποιηθεί | να έχω σελιδοποιηθεί | σελιδοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις σελιδοποιηθεί | είχες σελιδοποιηθεί | θα έχεις σελιδοποιηθεί | να έχεις σελιδοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σελιδοποιηθεί | είχε σελιδοποιηθεί | θα έχει σελιδοποιηθεί | να έχει σελιδοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σελιδοποιηθεί | είχαμε σελιδοποιηθεί | θα έχουμε σελιδοποιηθεί | να έχουμε σελιδοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σελιδοποιηθεί | είχατε σελιδοποιηθεί | θα έχετε σελιδοποιηθεί | να έχετε σελιδοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σελιδοποιηθεί | είχαν σελιδοποιηθεί | θα έχουν σελιδοποιηθεί | να έχουν σελιδοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σελιδοποιούμαι
|