Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτυπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκτυπώνω

  Ρήμα επεξεργασία

εκτυπώνομαι (στο τρίτο πρόσωπο)

  • τυπώνομαι σε χαρτί ή άλλο μέσο (για κείμενο, εικόνα, φωτογραφία, φίλμ, μαγνητική τομογραφία, ταινία κ.λπ.), ρήμα που χρησιμοποιείται συχνότερα για εκτύπωση από υπολογιστή και όχι από παλαιότερα ή διαφορετικά εκτυπωτικά, τυπογραφικά μέσα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία