paĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paĝo | paĝoj |
αιτιατική | paĝon | paĝojn |
paĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paĝo | paĝoj |
αιτιατική | paĝon | paĝojn |
paĝo (eo)