Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσιτεύω < ελληνιστική κοινή μεσιτεύω < αρχαία ελληνική μέσον

  Ρήμα επεξεργασία

μεσιτεύω

  1. μεσολαβώ
  2. είμαι ή/και ενεργώ ως μεσίτης

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία