μεσιτεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσιτεύω < ελληνιστική κοινή μεσιτεύω < αρχαία ελληνική μέσον
Ρήμα
επεξεργασίαμεσιτεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- αμεσίτευτα
- αμεσίτευτος
- μεσιτεία
- μεσίτευση
- → δείτε τις λέξεις μεσίτης και μέσο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεσιτεύω | μεσίτευα | θα μεσιτεύω | να μεσιτεύω | μεσιτεύοντας | |
β' ενικ. | μεσιτεύεις | μεσίτευες | θα μεσιτεύεις | να μεσιτεύεις | μεσίτευε | |
γ' ενικ. | μεσιτεύει | μεσίτευε | θα μεσιτεύει | να μεσιτεύει | ||
α' πληθ. | μεσιτεύουμε | μεσιτεύαμε | θα μεσιτεύουμε | να μεσιτεύουμε | ||
β' πληθ. | μεσιτεύετε | μεσιτεύατε | θα μεσιτεύετε | να μεσιτεύετε | μεσιτεύετε | |
γ' πληθ. | μεσιτεύουν(ε) | μεσίτευαν μεσιτεύαν(ε) |
θα μεσιτεύουν(ε) | να μεσιτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεσίτεψα | θα μεσιτέψω | να μεσιτέψω | μεσιτέψει | ||
β' ενικ. | μεσίτεψες | θα μεσιτέψεις | να μεσιτέψεις | μεσίτεψε | ||
γ' ενικ. | μεσίτεψε | θα μεσιτέψει | να μεσιτέψει | |||
α' πληθ. | μεσιτέψαμε | θα μεσιτέψουμε | να μεσιτέψουμε | |||
β' πληθ. | μεσιτέψατε | θα μεσιτέψετε | να μεσιτέψετε | μεσιτέψτε | ||
γ' πληθ. | μεσίτεψαν μεσιτέψαν(ε) |
θα μεσιτέψουν(ε) | να μεσιτέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεσιτέψει | είχα μεσιτέψει | θα έχω μεσιτέψει | να έχω μεσιτέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μεσιτέψει | είχες μεσιτέψει | θα έχεις μεσιτέψει | να έχεις μεσιτέψει | ||
γ' ενικ. | έχει μεσιτέψει | είχε μεσιτέψει | θα έχει μεσιτέψει | να έχει μεσιτέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεσιτέψει | είχαμε μεσιτέψει | θα έχουμε μεσιτέψει | να έχουμε μεσιτέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μεσιτέψει | είχατε μεσιτέψει | θα έχετε μεσιτέψει | να έχετε μεσιτέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεσιτέψει | είχαν μεσιτέψει | θα έχουν μεσιτέψει | να έχουν μεσιτέψει |
|