Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμεσίτευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμεσίτευτ
ος
η
αμεσίτευτ
η
το
αμεσίτευτ
ο
γενική
του
αμεσίτευτ
ου
της
αμεσίτευτ
ης
του
αμεσίτευτ
ου
αιτιατική
τον
αμεσίτευτ
ο
την
αμεσίτευτ
η
το
αμεσίτευτ
ο
κλητική
αμεσίτευτ
ε
αμεσίτευτ
η
αμεσίτευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμεσίτευτ
οι
οι
αμεσίτευτ
ες
τα
αμεσίτευτ
α
γενική
των
αμεσίτευτ
ων
των
αμεσίτευτ
ων
των
αμεσίτευτ
ων
αιτιατική
τους
αμεσίτευτ
ους
τις
αμεσίτευτ
ες
τα
αμεσίτευτ
α
κλητική
αμεσίτευτ
οι
αμεσίτευτ
ες
αμεσίτευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμεσίτευτος
<
α-
+
μεσιτεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αμεσίτευτος
που γίνεται χωρίς
μεσιτεία
ή
μεσίτη
Συγγενικά
επεξεργασία
αμεσίτευτα
→
δείτε
τις λέξεις
μεσιτεύω
,
μεσίτης
και
μέσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμεσίτευτος