μεσίτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσίτευση | οι | μεσιτεύσεις |
γενική | της | μεσίτευσης* | των | μεσιτεύσεων |
αιτιατική | τη | μεσίτευση | τις | μεσιτεύσεις |
κλητική | μεσίτευση | μεσιτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεσιτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεσίτευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεσιτεύω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσίτευση
|