Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μεσιτεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεσιτεύω
  2. θα μεσιτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεσιτεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

μεσιτεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεσίτευση