μεσιτεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεσιτεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεσιτεύω
- θα μεσιτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεσιτεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμεσιτεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεσίτευση