Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπρεντ < αγγλική spread < μέση αγγλική spreden < αγγλοσαξονικά sprǣdan ‎< πρωτογερμανική *spraidijaną ‎< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)per- ‎(σκορπίζω, σπέρνω, ραντίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspɾed/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπρεντ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία