εκάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκάρ < γαλλική écart < écarter < λατινική *exquartare < quartus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeturto- < *kʷetwóres (τέσσερα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκάρ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία, νεολογισμός, παρωχημένο) το σπρεντ