Δείτε επίσης: ἀφίσταμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

αφίσταμαι (αποθετικό ρήμα)

  • στέκομαι μακριά από κάτι, έχω μεγάλη απόσταση από κάτι
      Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, (....) αφίστανται από τις προεκλογικές εξαγγελίες και των τριών κυβερνητικών κομμάτων. (εφημερίδα Καθημερινή, 9 Iουλίου 2012)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία