dock
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | dock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | docks |
αόριστος | docked |
παθητική μετοχή | docked |
ενεργητική μετοχή | docking |
dock (en)
ενεστώτας | dock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | docks |
αόριστος | docked |
παθητική μετοχή | docked |
ενεργητική μετοχή | docking |
dock (en)