Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dock docks

dock (en)

  1. η αποβάθρα
    ⮡  boat arrival dock - αποβάθρα υποδοχής σκαφών
  2. το εδώλιο του κατηγορουμένου
ενεστώτας dock
γ΄ ενικό ενεστώτα docks
αόριστος docked
παθητική μετοχή docked
ενεργητική μετοχή docking

dock (en)

  1. αράζω
  2. σταθεροποιώ



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dock docks

dock (fr) αρσενικό

  1. αποβάθρα
  2. αποθήκη, υπόστεγο αποβάθρας λιμανιού

Συγγενικά

επεξεργασία