• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

dock

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
    • 1.2 Ρήμα
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Ουσιαστικό
      • 2.1.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

dock (en)

  1. η αποβάθρα
  2. το εδώλιο του κατηγορουμένου

  ΡήμαΕπεξεργασία

dock (en)

  1. αράζω
  2. σταθεροποιώ



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dock docks

dock (fr) αρσενικό

  1. αποβάθρα
  2. αποθήκη, υπόστεγο αποβάθρας λιμανιού

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • docker
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=dock&oldid=3726687"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Απριλίου 2017, στις 21:39
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Απριλίου 2017, στις 21:39.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie