Δείτε επίσης: ἀλίμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλίμενος η αλίμενη το αλίμενο
      γενική του αλίμενου της αλίμενης του αλίμενου
    αιτιατική τον αλίμενο την αλίμενη το αλίμενο
     κλητική αλίμενε αλίμενη αλίμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλίμενοι οι αλίμενες τα αλίμενα
      γενική των αλίμενων των αλίμενων των αλίμενων
    αιτιατική τους αλίμενους τις αλίμενες τα αλίμενα
     κλητική αλίμενοι αλίμενες αλίμενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλίμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλίμενος < ἀ- στερητικό + (λιμήν) λιμεν- + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αλίμενος, -η, -ο

  1. (για ακτή) που δεν έχει λιμάνι
    ⮡  η μικρή, αμμουδερή, αλίμενη παραλία κάτω από το χωριό φιλοξενείται για σεργιάνι και αγνάντεμα στην καθαρή τη θάλασσα
  2. (μεταφορικά) αφιλόξενος
    ⮡  οι αλίμενες ακτές της Ισλανδίας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία