↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προλιμένας οι προλιμένες
      γενική του προλιμένα
προλιμένος
των προλιμένων
    αιτιατική τον προλιμένα τους προλιμένες
     κλητική προλιμένα προλιμένες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προλιμένας < προ- + λιμένας < λιμήν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προλιμένας αρσενικό

  • τμήμα ενός μεγάλου λιμένα, το οποίο βρίσκεται αμέσως μετά την είσοδο και είναι οργανωμένο ως ανεξάρτητος λιμένας, όπου σταθμεύουν συνήθως βοηθητικά σκάφη.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία