ευλίμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευλίμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐλίμενος, -ος, -ον < εὖ + (λιμήν) λιμεν- + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈvli.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐λί‐με‐νος
Επίθετο επεξεργασία
ευλίμενος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη λιμένας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευλίμενος
|