Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσλιμενίζομαι < ελληνιστική κοινή προσλιμενίζομαι < αρχαία ελληνική πρός + λιμήν

  Ρήμα επεξεργασία

προσλιμενίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία