Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσλιμενισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσλιμενισμέν
ος
η
προσλιμενισμέν
η
το
προσλιμενισμέν
ο
γενική
του
προσλιμενισμέν
ου
της
προσλιμενισμέν
ης
του
προσλιμενισμέν
ου
αιτιατική
τον
προσλιμενισμέν
ο
την
προσλιμενισμέν
η
το
προσλιμενισμέν
ο
κλητική
προσλιμενισμέν
ε
προσλιμενισμέν
η
προσλιμενισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσλιμενισμέν
οι
οι
προσλιμενισμέν
ες
τα
προσλιμενισμέν
α
γενική
των
προσλιμενισμέν
ων
των
προσλιμενισμέν
ων
των
προσλιμενισμέν
ων
αιτιατική
τους
προσλιμενισμέν
ους
τις
προσλιμενισμέν
ες
τα
προσλιμενισμέν
α
κλητική
προσλιμενισμέν
οι
προσλιμενισμέν
ες
προσλιμενισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προσλιμενισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προσλιμενίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσλιμενισμένος