λιμενίσκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λιμενίσκιον | τὰ | λιμενίσκιᾰ |
γενική | τοῦ | λιμενισκίου | τῶν | λιμενισκίων |
δοτική | τῷ | λιμενισκίῳ | τοῖς | λιμενισκίοις |
αιτιατική | τὸ | λιμενίσκιον | τὰ | λιμενίσκιᾰ |
κλητική ὦ! | λιμενίσκιον | λιμενίσκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιμενισκίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λιμενισκίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιμενίσκιον < λιμήν + υποκοριστικό επίθημα -ίσκιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιμενίσκιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- λιμενίσκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- λιμενίσκιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)