Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λιμενίσκιον τὰ λιμενίσκι
      γενική τοῦ λιμενισκίου τῶν λιμενισκίων
      δοτική τῷ λιμενισκί τοῖς λιμενισκίοις
    αιτιατική τὸ λιμενίσκιον τὰ λιμενίσκι
     κλητική ! λιμενίσκιον λιμενίσκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιμενισκίω
γεν-δοτ τοῖν  λιμενισκίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιμενίσκιον < λιμήν + υποκοριστικό επίθημα -ίσκιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιμενίσκιον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία