ενικός πληθυντικός
porto porti

  Ετυμολογία

επεξεργασία

porto < λατινική portus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

porto (it)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
porto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (μεταφέρω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpor.toː/
 

porto (la) (portō1, portāvī, portātum, portāre)



ενικός πληθυντικός
porto portos

  Ετυμολογία

επεξεργασία

porto < λατινική portus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

porto (pt)