ρήμα porti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας portas portanta portata
αόριστος portis portinta portita
μέλλοντας portos portonta portota
υποθετική portus - -
προστακτική portu - -

  Ετυμολογία

επεξεργασία
porti < port- + -i

  Προφορά

επεξεργασία
 

porti (eo)



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

porti (io)



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

porti (it)