πόρτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πόρτο | τα | πόρτα |
γενική | του | πόρτου | των | πόρτων |
αιτιατική | το | πόρτο | τα | πόρτα |
κλητική | πόρτο | πόρτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόρτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική porto (λιμάνι)
- πόρτο < Porto (πόλη της Πορτογαλίας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόρτο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): άλλη λέξη για το λιμάνι, συνηθισμένη άλλοτε στις ελληνικές περιοχές όπου είχε εδραιωθεί περισσότερο η ενετοκρατία και η φραγκοκρατία
- Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ / εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)
- πρώτο συνθετικό ονομασίας λιμένων της Ελλάδας, υπό την επίδραση και την ονοματοθεσία κυρίως των Ενετών
- Πόρτο - Λεόνε (= το λιμάνι του Πειραιά, παλαιότερα), Πόρτο - Λάγος, Πόρτο - Κάγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπόρτο ουδέτερο άκλιτο
- γλυκό πορτογαλέζικο κρασί (από την ομώνυμη πόλη)