γαβάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαβάρα | οι | γαβάρες |
γενική | της | γαβάρας | — | |
αιτιατική | τη | γαβάρα | τις | γαβάρες |
κλητική | γαβάρα | γαβάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαβάρα θηλυκό (ναυτικός όρος)
- (παρωχημένο) παλιός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου
- ※ Ο Α. Σκιαδάς αναφέρει πέντε βασικούς τύπους ιστιοφόρων που ναυπηγούνταν στο Γαλαξείδι με παραλλαγές και πολλές ονομασίες: 1 Μυοδρόμων (Γαβάρα ή Μπάρκο) […] (Ιωάννα Γεροσίδερη, «Σύγχρονα ναυτικά μουσεία και ναυτικά μουσεία Ελλάδας: Το Ναυτικό Μουσείο Γαλαξειδίου», Ναυτική Επιθεώρηση 591 (Δεκέμβριος 2014 - Φεβρουάριος 2015), σ. 80 -υποσ. 163).
- πλατυπύθμενο πλοιάριο με χρήση κυρίως στα ποτάμια(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαβάρα