Δείτε επίσης: γάμπαρη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαμπάρα οι γαμπάρες
      γενική της γαμπάρας
    αιτιατική τη γαμπάρα τις γαμπάρες
     κλητική γαμπάρα γαμπάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαμπάρα θηλυκό