γαμπάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαμπάρα | οι | γαμπάρες |
γενική | της | γαμπάρας | — | |
αιτιατική | τη | γαμπάρα | τις | γαμπάρες |
κλητική | γαμπάρα | γαμπάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαμπάρα θηλυκό
- (παρωχημένο) (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του γαβάρα
- ※ Ἀ π ό π λ ο υ ς […] Τὴν 22 ἡ Ἑλληνικὴ λέμβος, Τ ε ρ ψ ι θ έ α, εἰς Ὕδραν. — Ἡ Ἑλληνικὴ γολέττα Ἄ ρ γ ο ς, εἰς Πόρον καὶ Σαλαμῖνα. — Καὶ ἡ Γαλλικὴ γαμπάρα Δ ι λ ι γ ε ν τ ί α [La Diligente]
- απόσπασμα από το ειδησεογραφικό κείμενο «Κίνησις πολεμικών πλοίων εν τω λιμάνι Ναυπλίου», Γενική Εφημερίς της Ελλάδος (Ναύπλιο, 3 Ιανουαρίου 1831), σ. 4
- ※ Ἀ π ό π λ ο υ ς […] Τὴν 22 ἡ Ἑλληνικὴ λέμβος, Τ ε ρ ψ ι θ έ α, εἰς Ὕδραν. — Ἡ Ἑλληνικὴ γολέττα Ἄ ρ γ ο ς, εἰς Πόρον καὶ Σαλαμῖνα. — Καὶ ἡ Γαλλικὴ γαμπάρα Δ ι λ ι γ ε ν τ ί α [La Diligente]