Ετυμολογία

επεξεργασία
gabare < οξιτανική gabarra.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡa.baʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gabare gabares

gabare (fr) θηλυκό

  1. παλιός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου
    Gabare à trois mâts: Τρικάταρτη γαβάρα
  2. πλατυπύθμενο πλοίο με χρήση σε ποτάμια και λιμάνια, είδος φορτηγίδας,
    Gabare à voiles, à rames, à moteur: Γαβάρα με πανιά, με κουπιά, με μηχανή
  3. είδος ψαρόβαρκας
 
Γαβάρα στον ποταμό Λίγηρα

Άλλες μορφές

επεξεργασία