gabare
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gabare | gabares |
gabare (fr) θηλυκό
- παλιός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου
- Gabare à trois mâts: Τρικάταρτη γαβάρα
- πλατυπύθμενο πλοίο με χρήση σε ποτάμια και λιμάνια, είδος φορτηγίδας,
- Gabare à voiles, à rames, à moteur: Γαβάρα με πανιά, με κουπιά, με μηχανή
- είδος ψαρόβαρκας
- (συνεκδοχικά) το δίχτυ της τράτας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- GABAR(R)E,(GABARE, GABARRE), στον ιστότοπο του Centre national de ressources textuelles et lexicales· πρόσβαση: 2019-10-30.