τράτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράτα | οι | τράτες |
γενική | της | τράτας | των | τρατών |
αιτιατική | την | τράτα | τις | τράτες |
κλητική | τράτα | τράτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τράτα < (άμεσο δάνειο) βενετική trata < ιταλική tratto < λατινική tractus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tragʰ- (σύρω, τραβώ) / *dʰerāgʰ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίατράτα θηλυκό
- το αλιευτικό δίχτυ σχήματος κώνου, που ρίχνεται στα βαθιά της θάλασσας
- το επαγγελματικό σκάφος αλιείας (καΐκι) που ψαρεύει με τράτα
- ένα είδος παραδοσιακού χορού