Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατυπύθμενος η πλατυπύθμενη το πλατυπύθμενο
      γενική του πλατυπύθμενου της πλατυπύθμενης του πλατυπύθμενου
    αιτιατική τον πλατυπύθμενο την πλατυπύθμενη το πλατυπύθμενο
     κλητική πλατυπύθμενε πλατυπύθμενη πλατυπύθμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατυπύθμενοι οι πλατυπύθμενες τα πλατυπύθμενα
      γενική των πλατυπύθμενων των πλατυπύθμενων των πλατυπύθμενων
    αιτιατική τους πλατυπύθμενους τις πλατυπύθμενες τα πλατυπύθμενα
     κλητική πλατυπύθμενοι πλατυπύθμενες πλατυπύθμενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατυπύθμενος < πλατυ- + πυθμέν(ας) + -ος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική flat-bottomed[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pla.tiˈpiθ.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐τυ‐πύθ‐με‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

πλατυπύθμενος -η, ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πυθμένας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία