πλατυπύθμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλατυπύθμενος < πλατυ- + πυθμέν(ας) + -ος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική flat-bottomed[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pla.tiˈpiθ.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τυ‐πύθ‐με‐νος
Επίθετο επεξεργασία
πλατυπύθμενος -η, ο
- που έχει επίπεδο ή φαρδύ πυθμένα
- (ναυτικός όρος, για σκάφη)
- ↪ Στη λίμνη αυτή χρησιμοποιούν πλατυπύθμενα σκάφη για να μεταφέρουν εμπορεύματα και επιβάτες από τη μια μεριά στην άλλη
- (αρχαιολογία, κεραμική) για πήλινα αγγεία με πλατιά βάση
- ↪ Η ανασκαφή έφερε στο φως έναν εξαιρετικής ομορφιάς πλατυπύθμενο αρύβαλλο.
- (ναυτικός όρος, για σκάφη)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πυθμένας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρχαία ελληνική: ὀρθοπύθμενος (με ευθεία βάση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλατυπύθμενος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ → δείτε Συζήτηση:πλατυπύθμενος