ὀξυπύθμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀξυπύθμενος < αρχαία ελληνική (ὀξύς) ὀξυ- + (πυθμήν) πυθμέν(ος) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαὀξυπύθμενος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- με αιχμηρή, μυτερή βάση, όπως για οστρακόδερμα, με μυτερή άκρη (Ὀρειβάσιος, ἰατρός 2.58.85)
- (μουσική) συνώνυμο του ὀξύπυκνος, που βρίσκεται στην ψηλή περιοχή του πυκνοῦ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- οξυπύθμενος (νέα ελληνικά, για αγγεία)
Πηγές
επεξεργασία- ὀξυπύθμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.