Δείτε επίσης: οξυπύθμενος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀξυπύθμενος τὸ ὀξυπύθμενον
      γενική τοῦ/τῆς ὀξυπυθμένου τοῦ ὀξυπυθμένου
      δοτική τῷ/τῇ ὀξυπυθμέν τῷ ὀξυπυθμέν
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀξυπύθμενον τὸ ὀξυπύθμενον
     κλητική ! ὀξυπύθμενε ὀξυπύθμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀξυπύθμενοι τὰ ὀξυπύθμεν
      γενική τῶν ὀξυπυθμένων τῶν ὀξυπυθμένων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀξυπυθμένοις τοῖς ὀξυπυθμένοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀξυπυθμένους τὰ ὀξυπύθμεν
     κλητική ! ὀξυπύθμενοι ὀξυπύθμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀξυπυθμένω τὼ ὀξυπυθμένω
      γεν-δοτ τοῖν ὀξυπυθμένοιν τοῖν ὀξυπυθμένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀξυπύθμενος < αρχαία ελληνική (ὀξύς) ὀξυ- + (πυθμήν) πυθμέν(ος) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀξυπύθμενος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. με αιχμηρή, μυτερή βάση, όπως για οστρακόδερμα, με μυτερή άκρη (Ὀρειβάσιος, ἰατρός 2.58.85)
  2. (μουσική) συνώνυμο του ὀξύπυκνος, που βρίσκεται στην ψηλή περιοχή του πυκνοῦ

Δείτε επίσης

επεξεργασία