Δείτε επίσης: ὀξυπύθμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξυπύθμενος η οξυπύθμενη το οξυπύθμενο
      γενική του οξυπύθμενου της οξυπύθμενης του οξυπύθμενου
    αιτιατική τον οξυπύθμενο την οξυπύθμενη το οξυπύθμενο
     κλητική οξυπύθμενε οξυπύθμενη οξυπύθμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξυπύθμενοι οι οξυπύθμενες τα οξυπύθμενα
      γενική των οξυπύθμενων των οξυπύθμενων των οξυπύθμενων
    αιτιατική τους οξυπύθμενους τις οξυπύθμενες τα οξυπύθμενα
     κλητική οξυπύθμενοι οξυπύθμενες οξυπύθμενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οξυπύθμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξυπύθμενος. Συγχρονικά αναλύεται σε οξυ- + πυθμέν(ας) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ksiˈpiθ.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξυ‐πύθ‐με‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

οξυπύθμενος -η, ο

  • που έχει στενό, μυτερό ή στρογγυλό πυθμένα
  • (κεραμική) για αγγεία με μυτερή βάση
    ※  Οι οξυπύθμενοι αμφορείς ήταν εμπορικά αγγεία, που χρησίμευαν για τη μεταφορά και την αποθήκευση του κρασιού· το σχήμα τους με τη στενή βάση επέτρεπε την τοποθέτησή τους πλαγιαστά σε αποθήκες και σε αμπάρια καραβιών χωρίς απώλεια χώρου, και επιπλέον διευκόλυνε το άδειασμά τους (Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά, «Ο “ζωγράφος του Κλεοφράδη”», στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας· πρόσβαση: 2019-09-16).

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις οξύς και πυθμένας